- ὀρεκτικῆς
- ὀρεκτικόςappetitivefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπορς — το είδος ορεκτικής ρωσικής σούπας, κυρίως από λάχανο, με υπόξινη γεύση … Dictionary of Greek
ορεξίνη — η (φαρμ.) είδος ορεκτικής ουσίας που προκαλεί αύξηση τού γαστρικού υγρού διεγείροντας το αίσθημα τής πείνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek